μεταφυσικός — ή, ό (Α μεταφυσικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφυσική («μεταφυσική θεωρία») 2. (σχετικά με πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη μεταφυσική 3. (γενικά) αυτός που αναφέρεται σε ζητήματα έξω από τόν κύκλο τής αισθητηριακής … Dictionary of Greek
γνωσιολογία — Ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο… … Dictionary of Greek
γνώσις — (4ος αι. π.Χ.).Τεχνίτης ψηφιδωτών. Η υπογραφή του αρχαιότερου γνωστού ψηφοθέτη (ΓΝΩΣΙΣ ΕΠΟΗΣΕΝ) υπάρχει σε ένα ψηφιδωτό που ανακαλύφθηκε το 1962 στην Πέλλα, που εικονίζει κυνήγι ελαφιού και χρονικά τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ.… … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταφυσική — Φιλοσοφικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με υπεραισθητικές πραγματικότητες, προσεγγίζοντας τον υλικό κόσμο μέσα από το πρίσμα του πνεύματος. Η προέλευση του όρου μ. είναι περίεργη, γιατί προέρχεται από την τοποθέτηση των έργων του Αριστοτέλη που… … Dictionary of Greek
μηδενισμός — ο 1. η μηδένιση, η αναγωγή στο μηδέν 2. η βαθμολογία με μηδέν 3. στάση απόλυτης άρνησης 4. αντίληψη που αρνείται το σύστημα, τους θεσμούς, την ηθική, την ιδεολογία και τις πολιτιστικές παραδόσεις και αξίες μιας δεδομένης κοινωνίας χωρίς να… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Βάρναλης, Κώστας — (Πύργος, Βουλγαρία 1882 ή 1884 – Αθήνα 1974). Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο Δημόσιο ως δάσκαλος, το… … Dictionary of Greek
βολονταρισμός — Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η βούληση κατέχει τα πρωτεία σε σχέση με άλλες ανθρώπινες λειτουργίες, όπως η νόηση (ταυτόσημοι είναι και οι όροι βουλησιαρχία και βουλησιοκρατία). Αφορά τους τομείς της μεταφυσικής, της ψυχολογίας και της ηθικής.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek